στενοϊοντικός

στενοϊοντικός
-ή, -ό, Ν
βιολ. (για ζωικά και φυτικά είδη) αυτός που δεν μπορεί να ζήσει παρά μόνον σε ένα περιβάλλον που εκδηλώνει ιοντική αντίδραση καλά καθορισμένη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”